- κεράς
- κεράς (A), άδος, ἡ, poet. fem. of κεραός, Eust. 1625.45; but in Hsch., κεραΐδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.------------------------------------κεράς (B), Adv.A mixed, glossed by κεραστικῶς, Call.Fr.anon.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.